ἀρχονταναθρέφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχονταναθρέφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχονταναθρέφω Λεξ. Δημητρ. Μετοχ. ἄρχονταναθρεμμένος σύνηθ. ἀρχοdαναθρεμμένος Κρήτ. κ.ἀ. ἀρχοντονεθρεμμένος Κάσ. ἀρκοντανεθρεμμένος Κάρπ. ἀρκοντονεθρεμμένος Νίσυρ. Τῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ ρ. ἀναθρέφω.

Σημασιολογία

Ἀνατρέφω κατὰ τρόπον ἀρχόντων, ἤτοι ἐν εὐμαρείᾳ καὶ ἐν τρόποις εὐγενικοῖς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀρχοντανάθρεψε τὰ παιδιˬά του Λεξ. Δημητρ. Κορίτσι-παιδί ἀρχονταναθρεμμένο σύνηθ. || ᾌσμ. Παινέσῃς δὲν παινέσῃς την, ἀφοῦ ᾿ναι παινεμένη, εἶναι κιˬ ἀπὸ ψηλὴ γενεˬὰ κέ ἀρκοντονεθρεμμένη Νίσυρ. Κόρη ξαθ-θὴ κιˬ ὡρα͜͜͜ιόμορφη κιˬ ἀρκοντανεθρεμμένη Κάρπ. Συνών. ἀρχονταναστένω, ἀρχονταναστυνέσκω, ἀρχοντοφυλάγω. Συνών. τῆς μετοχ. ἀρχοντοθρεμμένος, ἀρχοντομαθημένος (ἰδ. ἀρχοντομαθαίνω), ἀρχοντονεˬωμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/