γαλανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλανός ἐπίθ. (ΙΙ) Κίμωλ. Κρήτ. Λέσβ. Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ. Βόθρ. Φιλότ.) Σαμοθρ. Σκῦρ. Στερελλ. (Λεπεν. Παρνασσ.) Χίος κ.ἀ. ᾽αλανὸς Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ανός.

Σημασιολογία

Α) ’Επιθετικ. 1) Λευκὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Γαλανὸς τράγος Κρήτ. Γαλανὸ ροῦχο – φουστάνι κττ. αὐτόθ. Γαλανὸ κατσίκι Κίμωλ. || ᾌσμ. Ὅdες φορῇς τὰ κόκκινα, κόκκινος πύργος εἶσαι, κιˬ ὅdες φορῇς τὰ γαλανά, καμάρι καὶ στολή ᾽σαι Κρήτ. Δὲ σοῦ πιστεύγω κιˬ ἂ μοῦ λές τὸ ᾽άλα ᾽αλανό ’ναι καὶ τὸ νερὸ ’ς τὸ bοταμὸ καθάρε͜ιο κι ἄδολό ’ναι Ἀπύρανθ. Καὶ οὐσ. ἀρσεν. Γαλανὸς ὄν. λευκοῦ ὄνου, τράγου κττ. Κρήτ. Θηλ. Γαλανὴ ὄν. λευκῆς αἰγὸς ἤ προβατίνας ἢ ἀγελάδας Λεπεν. Φιλότ. Χίος. Οὐδ. Γαλανὸ ὄν. λευκοῦ προβάτου Βόθρ. ἢ προβάτου μαύρου, τοῦ ὁποίου ἀρχίζει νὰ ἀσπρίζῃ τὸ τρίχωμα Σκῦρ. β) Γαλακτώδης Λέσβ. Γαλανὸ νιρό. 2) Πελιδνός, ὠχρὸς Κρήτ.: Γαλανή ’σαι, bά νὰ ᾽σαι ἀρρωσταρά; Συνών. ἄσπρος Α2, χλομός. 3) Πυρρόξανθος Στερελλ. (Λεπεν. Παρνασσ.) Β) Οὐσ. 1) Ὁ πολύτιμος λίθος σάπφειρος ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 5 (1918) 74. 2) Οὐσ., ἡ πήρα τῶν ἐπαιτῶν (ἐκ μεταφ. τῶν δερματίνων ἀσκῶν τῶν χρησιμοποιουμένων εἰς μεταφορὰν γάλατος) Σαμοθρ.: Νὰ σὲ διˬῶ μὶ τοὺ γαλανό! (νὰ σὲ ἰδῶ νὰ ἐπαιτῇς! ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/