Γιˬάφα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γιˬάφα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
Γιˬάφα ἡ, συνήθ. Γιˬάφα τό, Κάλυμν. Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. Giaffa = ὄν. τῆς παλαιστινιακῆς πόλεως Ἰόππης.
Σημασιολογία
Κοινὸν ὄνομα τῆς πόλεως καὶ τοῦ λιμένος τῆς Ἰόππης τῆς Παλαιστίνης σύνηθ.: Πορτοκάλιˬα τῆς Γιˬάφας (ὡς ἐξαγόμενα ἐκ τοῦ λιμένος τούτου· εἶναι δὲ ταῦτα καρποὶ παραλλαγῆς τῆς Πορογαλλέας τῆς προμῆκους (Citrus aurantium oblogum), περὶ τῆς ὁπ. βλ. Π. Γενναδ., Λεξ. Φυτολ., 357. Πορτοκάλιˬα τοῦ Γιˬάφα Κάλυμν. || Φρ. Ἔρημα τσαὶ σκοτεινὰ τσαὶ ’ς τὸ Γιˬάφα δανεικὰ (ἐνν. νὰ μείνουν - καὶ νὰ γίνουν· ἀρὰ) Μεγίστ β) Μετων., αὐτὸς ὁ οὕτως ἐξαγόμενος καρπὸς Νάξ. Πελοπν. (Θουρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA