γαλανούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλανούλλα ἐπίθ. Θηλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) – Passow Carm. popular. 505.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. γαλανὴ θηλ. τοῦ γαλανὸς (Ι) διὰ τῆς καταλ. -ούλλα.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἔχουσα γαλανὰ μάτια Passow ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Εἶν᾿ ἡ μία γαλανούλλα κ’ ἔχει καὶ ξανθὰ μαλλιˬὰ κ᾿ ἡ ἄλλη μαυρομματοῦσα ποῦ λυγάει σὰν τὴ λυγεˬά. 2) Οὐσ., τὸ φυτὸν γαλατόχορτο ἢ γαλατσίδα μὲ γαλακτώδη χυμὸν Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/