γαλανοφορεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανοφορεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλανοφορεμένος ἐπίθ. Τῆλ. - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 212.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (Ι) καὶ τοῦ φορεμένος μετοχ. τοῦ ρ. φορῶ.

Σημασιολογία

Ὁ φέρων γαλανοῦ χρώματος ἐνδύματα: ᾎσμ. Μορφοχελιδονάκι μου γαλανοφορεμένο Τῆλ. Στὴ σκοτεινή τους φυλακὴ γαλανοφορεμένες ἁπλώνουν τὰ φτερούγιˬα τους κ’ ἐπάνωθέν του ἀνοίγουν βαθὺν ἀπέραντο οὐρανὸ καὶ τοῦ τὸν ἀστερώνουν ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γαλαζοντυμένος, γαλαζοφορεμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/