γαλανόφτερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανόφτερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλανόφτερος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Ὕμν. ᾿Αθην.2 9.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (Ι) καὶ τοῦ οὐσ. φτερό.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων πτερὰ γαλανὰ: Ποίημ. ᾿Αέρα γαλανόφτερε καὶ μοσχοβολισμένε, ὤ, ποῦ ἀγκαλεˬάζεις πατρικὰ τὴν γῆν αὐτὴν καὶ κάνεις ὁλόλαμπρες τοὶς μέρες μας κιˬ ἀχνόξανθες τοὶς νύχτες!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/