γιˬαχνὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαχνὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαχνὶ ἐπίθ. ἄκλ. κοιν. γιˬαχνὶν Κύπρ. Πόντ. γιˬαχνὶ Κύπρ. (Μένοικ.) διˬαχνὶ Πελοπν (Περιθώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yahni = φαγητὸν ἐκ κρομμύων παρεσκευασμένον.
Σημασιολογία
1) Τρόπος παρασκευῆς φαγὴτοῦ μὲ χαρακτηριστικὸν κρόμμυα κομμένα εἰς λεπτὰ τεμάχια τσιγαρισμένα καὶ μὲ σχετικῶς ἄφθονον ἔλαιον καὶ τομάταν κοιν. καὶ Πόντ.: Κρέας - ψάρι - κοττόπουλλο - μπακαλιˬάρος - φασόλιˬα - σαλιγκάριˬα - πατάτες - κουκκιˬὰ - κουνουπίδι - χόρτα γιˬαχνὶ κοιν. Σήμερα θὰ κάνω πατάτες μὲ κολοκυθάκιˬα γιˬαχνὶ κοιν. Τὰ λελεκούκκιˬα γίνονται γιˬαχνὶ (λελεκούκιˬα = χλωρὰ κουκκιὰ) Πάρ. Οὑ παππᾶς πιˬὰ εἶχι γί’ παππᾶ-γιˬαχνὶ μέσ᾿ ’ς τὶς σβουνιˬὲς (ἐκ διὴγ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Τὰ κουτὰ μαειρεύγονται γιˬαχνὶμ μὲ κρομμύιλ, λάιν τζαὶ μάλαθρον Χίος (Πισπιλ.) ’Σ τὸ γάμο τρῶνε μακαρόνιˬα τσαὶ πατάτες γιˬαχνὶ μὲ κρέας Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τὸ φταπόδι τὸ ἔκαναν γιˬαχνὶ μὲ χόρτα ἢ καὶ μὲ ζυμαρικὰ Πελοπν. (Σκορτιν.) Ἀρέσκουν σου τὰ βαζάνιˬα γιˬαχνίν; (βαζάνια = μελιτζάνες) Κύπρ. Ἐφαγᾶμι κιφτέδις γιˬαχνὶ Μακεδ. (Νάουσ.) Τὰ πουία ποὺ θὰ τσακώσουμε μὲ τὶς ξόβεργες θὰ dὰ φᾶμε γιˬαχνὶ 2) Οὐσ., τὸ κατὰ τὸν ὡς ἄνω τρόπον παρεσκευασμένον φαγητόν, ἰδίως τὸ ἐκ κρέατος κοιν.: Σήμερα ἔχουμε γιˬαχνὶ κοιν. Σήμιρα φάγαμαν γιˬαχνὶ μὶ πατάτις Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔμασα κάμπουσις αλιˬαραίους κὶ φκε͜ιάκαμαν γιˬαχνὶ (αλιαραίους = σαλιγκάρους) αὐτόθ. Πελοπν. (Καρδαμ.) Καθερνῶ πατάτες ’ὰ κάουμε γιˬαχνὶ (’ὰ = νὰ) Σύμ. Ἄ δὲ φάω γιˬαχνὶ νὰ λαδοπιγουνιάσω, δὲν εὐχαριστε͜ιῶμαι πολὺ Κύθηρ. Τοὺ γιˬαχνὶ εῖνι κριὰς μὶ κρουμμύδια Μακεδ. (Βόιον). β) Τὸ κρέας γενικῶς, ἰδιαιτέρως τὸ ψαχνὸν Θρᾴκ. (Σουφλ.): Ἀγόρασα δυˬὸ οὐκάδις γιˬαχνί. Πῆρα σήμιρα ἓνα γιαχνί! γ) Πληθ. γιˬαχνιˬὰ τά, εἶδος βρωσίμων χόρτων, τὰ ὁποῖα συνήθως παρασκευάζονται μόνον γιˬαχνὶ Κρήτ.: Ποῦ πᾶτε; ’ς τὰ βραστὰ ἢ ’ς τὰ γιˬαχνιˬά; δ) Ὑπὸ τὸν τύπ. παντρεμένο γιˬαχνί, εἶδος φαγὴτοῦ, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται ἀπὸ διάφορα λαχανικὰ ψημένα εἰς τὸν φοῦρνον Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἡ λ. ὑπὸ τύπ. Γιˬαχνῆς καὶ ὡς ἐπῶν. Ἀθῆν. Εὔβ. (Χαλκ.) Θεσσ (Καρδίτσ. Λάρ. Φάρσαλ.). Καππ. Μακεδ (Θεσσαλον.) Μῆλ. Στερελλ. (Μαρκόπ.) καὶ ὡς παρωνύμ. Ἀθῆν. Πελοπν. (Σουδεν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA