γιˬαχνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαχνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαχνίζω κοιν. γιˬαχνίζου βόρ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γιˬαχνί.

Σημασιολογία

1) Παρασκευάζω φαγητὸν γιˬαχνί, τὸ ὁπ. βλ., κοιν.: Γιˬαχνίζω πατάτες - τὸ κρεμμύδι Λεξ. Δημητρ. Χρειάζεται νὰ τὸ γιˬαχνίσῃς, προτοῦ νὰ ρίξῃς τὴν πάστα κοιν. Θὰ τὸ γιˬαχνίσῃς ὄμορφα ὄμορφα, θὰ τὸ ἀφήσῃς νὰ πάρῃ μιˬὰ βράση, κ’ ὕστερα θὰ ρίξῃς τὴ ντομάτα κοιν. Ἐγιˬάχνισα χλωροβάσουλα μὲ κολοτσύθτσιˬα νὰ φᾶμεν dὸ μεσημέριν Κῶς (Καρδάμ.) Τὸν ἐγιˬάχνισα τὸ λαγὸ μ’ ὁλόκληρα τὰ κρεμμύδια Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬαχνισμένο φαΐ Κρήτ. Ἡ Σταμάτα ’ς τὴν κουζῖνα γιˬάχνιζε κοττόπουλλα Γ. Ξενόπ., Γυρισμ., 34. 2) Τρώγω φαγητὸν γιˬαχνὶ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Μεῖς θὰ dοὺ γιˬαχνίσουμι σήμιρα Ἄκρ. 3) Μεταφ., πέρδομαι ἄνευ θορύβου, πιθαν. ἐκ τοῦ ὑπὸ τοιούτου εἴδους φαγητοῦ προκαλουμένου ἀερίου Πελοπν. (Συκιὰ Κορινθ. Τρίκκ.): Μᾶς τὸν γιˬάχνισες Συκιὰ Κορινθ. Μᾶς τὸν ἐγιˬάχνισες μὲ ψιλοκρέμμυδο Τρικκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/