γιˬαχνιστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαχνιστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαχνιστὸς ἐπίθ. κοιν. γιˬαχ’στὸς Ἤπ. (Ἄγναντ.) γιˬαχνισὸς Ἤπ. (Παλάσ.) γιˬα’σός Ἤπ. (Παλάσ.) γιˬαγνιστὸς Πελοπν. (Ἀνώγ. Βερεστ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬαχνίζω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ φαγητοῦ, τὸ παρεσκευασμένον γιˬαχνί, τὸ ὁπ. βλ., κοιν.: Κρέας γιˬαχνιστό. Μπακαλιάρος γιˬαχνιστός. Φασόλια- μπιζέλιˬα - κουκκιˬὰ - κολοκυθάκιˬα - λάχανα γιˬαχνιστὰ κοιν. Χόρτα γιˬαγνιστὰ Πελοπν. (Ἀνώγ.) Χόρτα γιˬαχ’σὰ Ἤπ. (Παλάσ.) Τ’ς κουρφουκουλου’θιˬὲς τ᾿ς τρῶμι βραστὲς κὶ γιαχ’στὲς Ἤπ. (Ἄναν) Σᾶς ἔφτε͜ιαξα κουτσὰ γιˬαχνιστὰ Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἄ τὸ κάμω θέλω γιˬαχνιστὸ τὸ κριˬὰς (’ὰ = νὰ) Κῶς. Κάτσε νὰ φᾶμε λάχανα γιˬαγνιστὰ μὲ ζεστοφούρνι (= φρέσκο ψωμὶ) Πελοπν. (Κοντογόν.) Ἔχουμε σαλιγκάριˬα γιˬαγνιστὰ νὰ φᾶμε σήμερα Πελοπν. (Βερεστ.) Ἄναψε τὸ λυγνάρι καὶ σύμπα τὴ φωτιˬὰ νὰ γένουνε τὰ γιˬαγνιστὰ λάχανα νὰ φᾶμε! Πελοπν. (Μαργέλ.) Ἔφαγε κουκκιˬὰ γιˬαγνιστὰ καὶ διˬάκε τὸ χωράφι γιˬὰ βότανο (= πῆγε στὸ χωράφι νὰ βοτανίσὴ τὰ δημητριακὰ) Πελοπν. (Μηλιώτ.) || ᾎσμ. Ἄλλο ψωμὶ δὲ ’ρέγομαι σὰν τσὶ κριθοκουλοῦρες, περίτα νά ’χω καὶ ἐλιˬὲς καὶ γιˬαχνιστὲς φασοῦλες Κρήτ. (Νεάπ.) β) Οὐσ., γιˬαχνιστὸ τό, φαγητὸν παρεσκευασμένον γιˬαχνὶ κοιν.: Τὰ γιˬαχνιστὰ κάνουν κακὸ ’ς τοὺς στομαχικοὺς Πελοπν. (Γαργαλ.) Τοὺ γιαχ’στὸ φαἴ βλάφτ’ βόρ. ἰδιώμ. Ὁ γιˬατρὸς μοῦ ἀπαγόρεψε τὰ γιˬαχνιστὰ κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA