βαγιˬοκλαδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγιˬοκλαδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαγιˬοκλαδίζω Ἴος Κάρπ. Κρήτ. Λέρ. Μῆλ. Νάξ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. βαγιˬοκλαΐζω Κάρπ. βαιˬοκλαδίζω Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βάγιˬο καὶ κλαδί.
Σημασιολογία
1) Ἔχω κλάδους ἀκμαίους, θάλλω Νάξ. –Λεξ. Πρω. 2) Ἔχω κλάδους βρίθοντας καρπῶν Λεξ. Δημητρ. 3) Περιποιοῦμαί τινα, θωπεύω, προσέχω καθ’ ὑπερβολὴν (εἰς τὴν γένεσιν τῆς σημ. συνετέλεσεν ἡ φρ. μετὰ βαΐων καὶ κλάδων λεγομένη ἐπὶ τῆς ὑπερβολικῆς τιμῆς κατὰ τὴν ὑποδοχὴν προσώπου τινὸς) ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἐβαιˬοκλάδιζα σὰν τὸ βασιλικὸ Ἀπύρανθ. Βαιˬοκλαδισμένος ἄνθρωπος-νεὸς κττ. Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Μικρὴ μικρὴ μὲ πῆρε | σὰ δώδεκα χρονῶ καὶ μὲ βαγιˬοκλαδίζει σα dὸ βασιλικὸ Κρήτ. Πουλλάκι εἶχα ’ς τὸ κλουβὶ κ’ ἐβαγιˬοκλάδιζά το κιˬ ἄνοιξ’ ἀέρας τὸ κλουβὶ κ’ ἤφυγε κ’ ἤχασά το αὐτόθ. Τὴ μάννα ποῦ τὴν ἔβλεπε νὰ πέσῃ, νὰ ξυπνίσῃ καὶ τὴν ἐβαγιˬοκλάδιζε σὰ λούλουδο ’ς τὴ γάστρα αὐτόθ. Λιμπίζομαι τὴν ἀρχοντιˬὰ καὶ ρέγομαι τὴν πάστρα ποῦ θὰ βαγιˬοκλαδίζεσαι, βασιλικέ, ᾿ς τὴ γλάστρα Λέρ. Συνών. βαϊκλίζω, βαϊλεύω, βαλίζω, περιποιοῦμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA