ἀντιβλέπω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιβλέπω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιβλέπω ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 92

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀντιβλέπω.

Σημασιολογία

᾿Αποβλέπω, ρίπτω τὰ βλέμματα πρός τινα, ὅστις πρότερον ἀπέβλεψε πρός με: Μᾶς ἀντίβλεψε σὰν νὰ μᾶς εἶδε κιˬ ἄλλη μιˬὰ φορά, χαιρέτισε . . .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/