ἀρχοντένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρχοντένω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀρχοdένω πολλαχ. ἀρχουντένου βόρ. ἰδιώμ. ἀρχουdένου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾿ρκοντένω Σύμ. ἀρχοντύνω Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρχουdύνου Ἴμβρ. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ ἄρχοντας.
Σημασιολογία
Μετβ. πλουτίζω τινά, κάμνω τινὰ πλούσιον Βιθυν.: Φταίς σὺ ποῦ τὸν ἀρχόdυνες. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι πλούσιος ἔνθ᾿ ἀν. Ἀρχόdυνε πεˬὰ καὶ περηφανεύτηκε Βιθυν. Ὁ δεῖνα ἐρχόdυνενε ἀπὸ τσ᾿ ἀετοὶ (ἔγινε πλούσιος πωλῶν χαρταετοὺς) Μύκ. Ἐρχόντυνεν κιˬ ἄλλο ᾿κί καλατξεύ᾿ μας (ἐπλούτισε καὶ δὲν μᾶς ὁμιλεῖ πλέον) Χαλδ. Θὰ πάω ν᾿ ἀρχοντύνω Σίφν. Ἀρχουdύναν κὶ πιρηφανιφτῆκαν Ἴμβρ. || Γνωμ. Σὰν ἀρχοdύνῃ ἄνθρωπος θομπώνεται τὸ φῶς του τσαὶ δὲ γνωρίζει τὸ φτωχό, ἂν εἶναι τσ᾿ ἀδερφός του Ἴος. Ποῦ πεινᾷ ᾿ιˬὰ ν᾿ ἀρχοdύνῃ | μόνου ἡ πεῖνα τ᾿ ἀπομένει Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὅπ ἀρχονταίν᾿ μὲ τὸ νοῦ γλήγορα φτωχαίνει Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Π᾿ ἐλιγωρεῖ ν᾿ άρχοντύν᾿ συερᾷ την ἔφτωείαν (ὅστις σπεύδει νὰ πλουτήσῃ συναντᾷ τὴν πτωχείαν) Τραπ. Συνών. ἀρχονταίνω, ἀρχοντεύω, *ἀρχοντικιˬῶ, ἀρχοντυνέσκω, ἀρχοντυνίσκω, πλουτίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA