ἀρχοντεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρχοντεύω Θεσσ. (Ἁλμυρ.) - Λεξ. Δημητρ. ἀρχουντεύου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. ἀρχουdεύου Θρᾴκ. (Κομοτ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀρχοντεύω = εἶμαι ἄρχων, ὃ ἐν ἐπιγραφῇ ᾿Ολβίας. Πβ. CIG 2,2076,16.
Σημασιολογία
Γίνομαι πλούσιος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀρχόντεψε καὶ σήκωσε μύτι Λεξ. Δημητρ. Ἀρχόντιψι κὶ δὲ μᾶς κρέ᾿ Αἰτωλ. Ζαγόρ. ᾎσμ. Ἀρχόντεψε ὁ ἀϋφαντὴς καὶ πάει ᾿ς τὰ οὐράνιˬα καὶ κρέμοντ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόλο του μασούριˬα καὶ καλάμιˬα (λέγεται σκωπτικῶς ἐπὶ τῶν ὗπερηφανευομένων νεοπλούτων) Ἀλμυρ. Συνών. ἷδ. ἐν λ. ἀρχοντένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA