βαγιˬόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγιˬόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαγιˬόλι τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Λεβέτσ. Μάν. Τριφυλ.) Σκῦρ. κ.ἀ. βαγιˬούλι Πελοπν. (Ἐπίδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. tovagliuolo, τοῦ ὁποίου ἡ πρώτη συλλαβὴ ἀπεκόπη νομισθεῖσα ἄρθρον. ᾿Ιδ GMeyer Αnal. Graec. 22. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Χειρόμακτρον ἤ προσόψιον ἤ γενικώτερον πετσέττα Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Λεβέτσ Μάν. Τριφυλ.) Σκῦρ. 2) Πετσέττα καὶ ἡ περιεχομένη ποσότης σίτου ὁμοῦ ὅστις ἁγιαζόμενος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὑπὸ τοῦ ἱερέως τὴν ἑορτὴν τοῦ Σταυροῦ 14 Σεπτεμβρίου ἀναμιγνύεται μετὰ τοῦ προοριζομένου εἰς σπορὰν σίτου Πελοπν. (Ἐπίδ.) 3) Τὸ μανδήλι τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν Πελοπν. (Μάν.): Ἀνασήκωσε λίγο τὸ βαγιˬόλι, γιˬατὶ τῆς σκέπαζε τὸ κούτελο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA