ἀντιβοΐζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιβοΐζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιβοΐζω, ἀdιβοῶ Κρήτ. ἀdιβουῶ Σῦρ. ἀντιβοΐζω πολλαχ. ἀdιβοΐζω Κύθηρ. ἀντιβουΐζω πολλαχ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ μεταγν. ἀντιβοῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
᾿Αντηχῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀdιβοΐζει ἡ φωνὴ τῆς λαgαδιˬᾶς Κύθηρ. Μέσα ’ς τὸ λόγγο ἀντιβουΐζει τ᾿ ἀστροπελέκι ΑΜαρτζώκ. Γούμενος 10. Ἔσυρε δύο τρεῖς σκληροὺς χλιμιντρισμοὺς ὁποὺ ἀντιβόησε ὅλ᾿ ἡ πεδιάδα ΙΠολυλ. Διηγ. 35. Γιˬὰ πολλὴ ὥρα ἀντιβούιζε τὸ διˬάσελο ΘΚληρονόμ. ἐν Παναθην. 21 (1910/11) 74. || Ποιήμ. ᾿Αποκρίνονται καὶ ἡ μάχη | ἔτσι ἀρχίζει, ὁποὺ μακρεˬὰ ἀπὸ ράχι ἐκεῖ σὲ ράχι | ἀντιβούιζε φοβερὰ ΔΣολωμ. 9. Κ’ ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια, ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκεˬὰ κ’ ἔπειτα δευτερώνει ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 64. Συνών. ἀντηχῶ 1, ἀντιβογγῶ, ἀντιβροντῶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA