ἀντιβολὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιβολὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιβολὴ ἡ, ἀτθιολὴ Νίσυρ. ἀθ-θιβολὴ Κῶς ἀθ-θιολὴ Κῶς.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. βολή.
Σημασιολογία
Ὁ ἄσπαρτος καταλειπόμενος ἀγρὸς (εἴτε χάριν βοσκῆς εἴτε πρὸς ἀγρανάπαυσιν) ἔνθ’ ἀν.: Τὸ χωράφι μου θὰ τ’ ἀφήσω ἐφέτος ἀτθιολὴ Νίσυρ. Ἡ ἀθ-θιβολή μου ’φέτος εἶναι λίγη Κῶς Τὸ χωράφι μου εἶναι ἀθ-θιολὴ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA