ἀρχοντικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρχοντικὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀρχοd’κὸς πολλαχ. ἀρχοὺντ’κὸς βόρ. ἰδιὠμ. ἀρχουdικὸς πολλαχ βορ. ἰδιωμ. ἀρκοντικὸς Κάρπ. Κεφαλλ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ἀρχόντ᾿κους Μακεδ. ἀρχόντικος Πόντ. ἀκρόντικος Ποντ (Χαλδ.) Θηλ. ἀρκοντικέσσα Ποντ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀρχοντικός.

Σημασιολογία

Α) ’Επιθετικ. 1) Ὁ ἀνήκων εἰς ἄρχοντα Κύθηρ. Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ.: Χωράφι Ἀρχοdικὸ Κύθηρ. Παροιμ. φρ. Ἀρχοντικὸ βολίμι δὲ βουλιάζει (αἵ παρανομίαι τῶν ἰσχυρῶν δὲν τιμωροῦνται). 2) Ὁ ἐμπρέπων εἰς εὐγενῆ σύνηθ.: Λόγος ἀρχοντικός. Φερσίματα ἀρχοντικά. 3) Ὁ ἀνήκων εἰς πλούσιον σύνηθ.: Ἀρχοντικὸς γάμος. Ἀρχοντικε͜ιὰ φορεσιˬά. Ἀρχοντικὸ σπίτι - τραπέζι κττ. κοιν. || Παροιμ. φρ. Γαιˬδουρινὰ μοῦτρα, ἀρχοντικὴ ζωὴ (ἐπὶ. ἀναιδοῦς κατορθώνοντος νὰ ἔχῃ ὅσα τοῦ χρειάζονται διὰ νὰ ζῇ) Αἴγιν. Συνών. *ἀρχοντιˬακός. 4) Ὁ ἔχων ἐμφάνισιν μεγαλοπρεπῆ σύνηθ.: Ἀρχοντικὸ ἀντρόγυνο-παιδί. 5) Εὐγενὴς τοὺς τρόπους, φιλόφρων Θήρ. Κεφαλλ. κ.ἀ.: ᾆσμ. ᾿Εσὲ σοῦ πάνε, νεˬούτσικε, ἐννεˬὰ μοιρολοΐστρες, οἱ τρεῖς ἀπὸ τὴ μιˬὰ μερεˬὰ κ’ οἱ τρεῖς ἀπὸ τὴν ἄλλη κ᾿ οἱ τρίτες οἱ καλύτερες ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι, ἀρχοdικἑ κ᾿ εὐγενικέ. . . Κεφαλλ. Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Οἰκία εὐγενοῦς καὶ πλουσίου, φιλοφρονήσεως δὲ χάριν καὶ πᾶσα οἰκία σύνηθ.: ᾿Εδῶ εἶναι τ’ ἀρχοντικό σας; Ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ τ᾿ ἀρχοντικό σας! σύνηθ. Καλῶς σᾶς εὑρῆκα ᾿ς τὸ ἀρχοdικό σας Κρήτ. || ᾌσμ. Σὲ τοῦτο δῶ τ᾽ ἀρχοντικὸ πέτρα νὰ μὴ ραγίσῃ κιˬ ὁ νοικοκὐρις τοῦ σπιτιˬοῦ χρόνιˬα πολλὰ νὰ ζήσῃ Λεξ. Δημητρ. ᾿Ετουτονὰ τ᾿ ἀρχοdικὸ ἐρέχτηκα περίσσα, γιˬατ’εἶναι τὰ δοκάριˬα dου μηλεˬὲς καὶ κυπαρίσσα Κρήτ. Ἄμε, μάννα, ’ς τὸ σπίτι σου, κιˬ ἄμε ’ς τ’ ἀρχοντικό σου καὶ τὸ Μεγάλο Σάββατο θά ’σαι μὲ τὸν υἱό σου Μῆλ. ᾿Αντίθ. φτωχικὸ (ἰδ. φτωχικός) Ἡ λ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀρχοντικὸ καὶ Ἀρχοντικὰ τοπων. Κρήτ. Πελοπν (Γύθ.) β) Οἰκογένεια Κάρπ.: ᾆσμ. Σκλάος σου θεν’ ἀπογραφτῶ μ’ ὅλον τ’ ἀρκοντικόν μου. 2) Ἡ νόσος φθίσις (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. κακὸ) Πελοπν.: Τὸν ἔπιˬασε τ’ ἀρχοντικό. 3) Περιληπτικῶς οἱ εὐγενεῖς ἢ πλούσιοι Ἄνδρ. Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ.: Τὸ ἀρχοdικὸ ἠπήενε κατὰ κράτους (τὸ γένος τῶν ἀρχόντων ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ) Ἄνδρ. Παροιμ. Ἤ δεἴρε το τ᾿ ἀρχοdικὸ ἢ χέρι μὴν τοῦ βάλῃς (ἢ μὴ ἐπιχειρήσῃς τι ἢ ἐπιχειρήσας μὴ τὸ ἀφήσῃς ἡμιτελὲς) Κεφαλλ. Ἄν δὲν ἔχῃς δουλε͜ιά, πήγαινε ᾿ς τ᾿ ἀρχοντικὸ νὰ ’βρῇς Πελοπν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. 4). Πληθ., οἱ ὄρχεις Πελοπν. (Τρίπ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Φρ. ᾿Επίασεν ἀτον ἀσ’ σ’ ἀκρόντικα κιˬ ἀσ’ σὴν καρδίαν (τὸν ἐστενοχώρησε πολὺ) Χαλδ. ᾎσμ. Ἔρπαξαν ἀτον οἴ κύλλ’ Ἑβραῖοι | ἀσ’ σ’ ἀρχόντικα κιˬ ἀσ’ τὴν καρδίαν Κερασ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχίδι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/