βαγιˬοπάζαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγιˬοπάζαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαγιˬοπάζαρο τό, Μακεδ. (Καβάλλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βάγιˬο καὶ παζάρι.
Σημασιολογία
Ἀγορὰ γινομένη πρὸ τῆς κυριακῆς τῶν Βαΐων κατὰ τὴν ὁποίαν ἄλλοτε ἐγίνοντο καὶ ἀγῶνες πάλης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA