ἀρχοντογεννημένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντογεννημένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρχοντογεννημένος ὲπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ γεννημένος μετοχ. τοῦ ρ. γεννῶ.
Σημασιολογία
Γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας πολλαχ. : Ποίημ. ᾿Εσύ ’σαι ἀπ᾿ ἀρχοντόσπιτο κιˬ ἀρχοντογεννημένη ΙΠολέμ. Παλ. Βιολ. 164 Συνών. ἀρχοντογέννητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA