ἀντιγέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιγέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιγέρνω ἀμάρτ. ἀντιέρνω Κάρπ. ἀντιέρω Κάρπ. 'dιέρω Σύμ. ἀdιδέρνω Κρήτ. ἀdιdέρνω Κρήτ. ᾽dιdέρνω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. γέρνω.

Σημασιολογία

1) ᾿Επανέρχομαι, ἐπανακάμπτω Κρήτ. Συνών. διˬαγέρνω. 2) Μεταβαίνω εἰς τὸν ἀντιπέραν τόπον Κρήτ.: Τὸ μουσκάρι ἐdίdειρ' ἀποπέρα. ᾿Εdίdειρα ᾿ς τὴ bέρα bάdα. Θ’ ἀdιdείρῃς τὸ Μουράκι. β) Διαβαίνω ὑπερπηδῶ, ἐπὶ ποταμοῦ, χάνδακος κττ. Κάρπ. Κρήτ.: Θ’ ἀdιδείρω τὸν ποταμὸ πέρα Κρήτ. ᾽Εdίdειρα τὸ χαdάκι αὐτόθ. ᾿Εντίειρε ᾽ς τὸ δῶμα (ἐπήδησε ἀπὸ τὸ ἕνα δῶμα εἰς τὸ ἄλλο) Κάρπ. ᾿Εντίειρα τὸ λάκκο Κάρπ. ᾿Αντιέρεις το; (ἄλλως πηδᾷς το;) αὐτόθ. 3) Διαβαίνω, μεταβαίνω που ταχέως Κάρπ. Ὥστα ν᾿ ἀποσώσῃς, ἐγιˬὼ θ’ ἀντιείρω ἀποὺ τὸ δεῖνα μέρος Κάρπ. Ὅμπτζος ἀντιείρῃ τὸν ἀντιπέρατο πρῶτος (ὅποιος περάσῃ τὸν δύσβατον κρημνὸν πρῶτος) αὐτόθ. ᾽Αντίειρε μιˬὰ στιμή! (συνών. φρ. πετάξου μιὰ στιγμή!) αὐτόθ. 4) Περισσεύω, αὐξάνω Κρήτ.: Παροιμ. Μοναχό του τ’ ἄλογο ἀdιdέρνει τὸ γέμι (ἐπὶ φιλοπόνου ἐργάτου τοῦ ὁποίου αὐξάνεται ἡ ἀμοιβή. Συνών. παροιμ. τ᾿ ἄλογο μονάχο του ἀξαίνει τὴν ταγή του). 5) Μεταφ. ἐπὶ νόσου, ἐπανέρχομαι, ὑποτροπιάζω καὶ συνεκδ. ἐπὶ ἀναρρώσαντος καὶ αὖθις ὑπὸ τῆς αὐτῆς νόσου προσβαλλομένου Σύμ.: ᾿Εdίειρεν πάλε. Ἔλα βρέ, μέσα καὶ θὰ μοῦ ᾿dιείρῃς!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/