βαγιˬόφυλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγιˬόφυλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαγιˬόφυλλο τό, ΠΓενναδ. Ἑλλην. γεωργ. 9, 364 βαγιˬόφυλλου Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βάγιˬο καὶ φύλλο.

Σημασιολογία

Φύλλον δάφνης ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Γαbρέ μου, ᾽ς τὴ σιρβέττα σου βαγιˬόφυλλου πλιμένου τσὶ ’πάνου ᾽ς τοὺ βαγιˬόφυλλου ἀηˬδόνι πλουμισμἑνου Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/