ἀντιγόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιγόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιγόξυλο τό, ἀμάρτ. ἀdιγόξυλο Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀντίγος καὶ τοῦ οὐσ. ξύλο.
Σημασιολογία
1) Ξύλον σκληρόν, δυσέργαστον. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, δύσκολος, κακότροπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA