βαγίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαγίτσα ἡ, (Ι) Κάρπ. Κρήτ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Μεγίστ. Προπ. (Κύζ) κ.ἀ. βαΐτσα Κεφαλλ. Μακεδ. Νάξ. Ρόδ. Σάμ. Σίκιν. Σύμ. κ.ἀ. βαβίτσα Ρόδ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βάγιˬα διὰ τῆς καταλ. -ίτσα. Ἡ λ. καὶ ἐν Θανατ. Ρόδ. στ. 160 (ἔκδ. GWagner σ.37) «καὶ νὰ τὲς ἐψικεύουσι οἱ δοῦλοι καὶ βαγίτσες».

Σημασιολογία

Μικρὰ ὑπηρέτρια ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Καὶ κατεβαίν’ ἡ βάγιˬα τζη τσῆ Ἑλενιˬᾶς κιˬ ἀνοίγει κ᾿ ἡ Ἑλενιˬὰ ξοπίσω dου μὲ μιˬὰ μικρὴ βαγίτσα Κρήτ. Βαΐτσες ἀπ’ τὴ μιˬὰ μερεˬά, βαΐτσες ἀπ᾿ τὴν ἄλλη Κεφαλλ. Βάλ-λει βαβίτσες ἀπουμπρός, βαβίτσες ἀπουπίσω καὶ μιˬὰ ’ποὺ τὲς βαβίτσες της ἐπαρηόρησέν την Ρόδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαγιˬοπούλλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/