ἀρχοντοθυγατέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντοθυγατέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικὀ
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρχοντοθυγατέρα ἡ, πολλαχ. ἀρχοdοθυγατέρα ἐνιαχ. ἀρχουντουθ’γατέρα Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ ἄρχοντας καὶ θυγατέρα.
Σημασιολογία
Θυγάτηρ εὐγενοῦς, πλουσίου ἔνθ’ἀν.: ᾎσμ. Νὰ πάς ᾿ς τῆς πεθερᾶς σου | νὰ σὲ φωνάζουν νύφη, νύφη καὶ κυρὰ νύφη | κιˬ ἀρχοντοθυγατέρα Ἤπ. Ποιημ. Ἡ Ζερβοπούλλα ἡ ὄμορφη κιˬ ἀρχοντοθυγατέρα ’ς τὸν ἀργαλε͜ιό της ὕφαινε κιˬ ἀνάρα͜ια ἐτραγουδοῦσε ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,19. Συνών. ἀρχοντοκόρη, ἀρχοντοκόριτσο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA