ἀντιγράφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιγράφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιγράφω λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀντιγράφω.
Σημασιολογία
Μεταφέρω τὰ γεγραμμένα ἀπὸ πρωτοτύπου ἢ ἀρχετύπου ἐγγράφου, ἐπιστολῆς κττ.: Ὁ χειρότερος μαθητὴς τῆς τάξις εἶναι, ὅλο ἀντιγράφει. ᾿Αντιγραμμένα τά’χει ἀπὸ τὸ δικό μου τετράδιˬο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA