ἀντιγυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιγυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιγυρίζω ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 5.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. γυρίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Γυρίζω τι ὀπίσω, ἀνταποδίδω, ἀντεπιστρέφω: Τί κακὸ σοῦ ᾽καμε ὁ γιˬός σου; σὲ παράκουσε; λόγο σοῦ ἀντιγύρισε ποτέ;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA