γαλαρομάντρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαρομάντρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαλαρομάντρι τό, Κρήτ. κ.ἀ. - ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 47- Λεξ. Βλαστ. 286 γαλαρουμάντρ’ Θεσσ. (᾿Αιβάν. Καλαμπάκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γαλαριομάντρι Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαλάρι, δι᾿ ὃ ἰδ. γαλάρις, καὶ μαντρί.

Σημασιολογία

1) Μάνδρα τῶν ἐγγάλων αἰγοπροβάτων ἔνθ’ ἀν. Πβ. γαλαρόμαντρα. 2) Μάνδρα εἰς τὴν ὁποίαν γίνεται ἡ κουρὰ τῶν ἐγγάλων αἰγοπροβάτων Ἤπ. Συνών. γαλαρε͜ιό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/