ἀρχοντοκαλοκαιροῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντοκαλοκαιροῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρχοντοκαλοκαιροῦ ἡ, ἀμάρτ. ἀρκοντοκαλοκαιροῦ Χίος (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας τοῦ ἐπιθ. καλὸς καὶ τοῦ οὐσ. καιρός.
Σημασιολογία
Ἡ ἀρχόντισσα τοῦ καλοῦ καιροῦ τώρᾳ δὲ μὴ ἔχουσα ἀρχοντίαν, ἡ ἄλλοτε πλουσία, τώρᾳ δὲ πτωχή, ξεπεσμένη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA