ἀρχοντοκλαδεμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντοκλαδεμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρχοντοκλαδεμένος ἐπίθ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ κλαδεμένος μετοχ. τοῦ ρ. κλαδεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μετὰ πολλῆς προσοχῆς κλαδευμένος : ᾎσμ. ᾿Αμπέλι μου κοντόκλαδο κιˬ ἀρχοντοκλαδεμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA