ἀρχοντοκόρη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντοκόρη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρχοντοκόρη ἡ, πολλαχ. καὶ Ποντ (Κερασ. κ.ἀ.) ἀρχοdοκόρη πολλαχ. ἀρχοdοκόρ’ Θρᾴκ. (Σκοπ. κ.ἀ.) ἀρχουντουκόρ’ βορ. ἰδιώμ. ἀρχουdουκόρ’ ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄρχοντας καὶ κόρη.
Σημασιολογία
Κόρη εὐγενοῦς καὶ πλουσίας οἰκογενείας ἔνθ' ἀν. : Πῶς bορεῖ νὰ γέν’ αὐτό, κορίτσι μ᾿, μνιˬὰ ἀρχοdοκόρ’ νὰ πάρ’ ἕνα φτωχοπαίδ’; (ἐκ παραμυθ.) Σκοπ. || Ποιημ. Ἔρημη χήρα ἡ νύφη μου’ς τὴ Λάρισα ἀπομένει, ἀμάθητη ’ς τὴ στέρησι καὶ πλούσιˬα ἀρχοντοκόρη ΙΠολέμ. Ἀλάβαστρ. 220. Συνών. ἀρχοντοθυγατέρα, ἀρχοντοκόριτσο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA