βαγονέττο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγονέττο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαγονέττο τό, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ. τοῦ ᾿Ιταλ. vagonetto.

Σημασιολογία

Μικρὸ βαγόνι χρησιμοποιούμενον συνήθως εἰς ἐργοστάσια πρὸς μεταφορὰν ὑλικοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/