γιγάντειος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιγάντειος

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

γινάντειος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. γιγάντε͜ιος σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γιγάντειος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων διαστάσεις γίγαντος, πελώριος: Ἕνα πεῦκο γιγάντε͜ιο κουνε͜ιότανε Δ. Βουτυρ., Διωγμέν ἀγάπ., 24. Ἕνα γιγάντειο μυτερὸ πετράδι ζαφειρένιˬο Κ. Χρηστομ., Κερέν κούκλ., 15. || Ποίημ. Ἐνῶ ψηλά, σκοταδερά, γιγάντε͜ια κυπαρίσσιˬα σοῦ ἐστέλνανε ἀπ’ τοὺς οὐρανοὺς σαπφείρινα φιλιˬὰ Γ. Στρατἡγ., Τί λὲν τὰ κύματα., 49. β) Ὁ εἰς γίγαντα προσιδιάζων σύνηθ.: Γιγάντε͜ια δύναμη σύνηθ. || Ποίημ. Κιˬ ἀναρριπίζει τὴ φωτιˬά, τὸν ἀχυρῶνα καίει, τὶς ἀποθῆκες τοῦ σταριˬοῦ, ζητῶντας νὰ ξεσύρῃ μεσουρανὶς καὶ τὴν ὀργὴ τῆς γῆς κιˬ ἀνηφορίζει μέσ᾽ ’ς τ’ ἄγριˬο φυσομανητὸ σὰν φάντασμα γιγάντε͜ιο Μ. Σιγούρ., Ν. Ἑστ. 11 (1932), 575. 2) Ὁ οἱονεὶ ὑπὸ γίγάντων τελεσθείς, ὑπεράνθρωπος λόγ. σύνηθ.: Γιγάντειος ἀγῶνας, γιγάντειες προσπαθειες Συνών γιγαντένιˬος, γιγάντινος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/