γιγάντεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιγάντεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιγάντεμα τό, Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ., 59 Π. Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ, 121 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιγαντεύω.
Σημασιολογία
Ἡ ὑπερβολική, ἡ θαυμαστὴ αὔξησις εἰς μέγεθος ἢ δύναμιν ἔνθ’ ἀν.: Ἡ φωνή του ἀκούγεται νὰ λέη πὼς οἱ θεοὶ εἶναι γιγαντέματα τῆς πλάνης μοναχά, δικές μας φαντασίες, ποὺ τὶς ρίχνουμε ἀπάνου ’ς τὸ ἀδε͜ιανὸ τὸ τίποτε, γιˬατὶ φοβούμαστε μὴ μᾶς ρουφήξη τὸ χάος Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Ὦ τῆς πλάνης γιγαντέματα θεοὶ ἐσεῖς ἀλλοίμονό σας! Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA