βάγρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάγρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάγρα ἡ, Τσακων.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἔχει σχέσιν ἐτυμολογικὴν πρὸς τὸ παρὰ Δουκ. βακρίζω. «Βοᾷ ὥσπερ οἱ κύνες... ἤγουν βακρίζει.
Σημασιολογία
Τὸ συνεχὲς κλάψιμον, κλαυθμυρισμός: Ἔγκι τὸ καμπζὶ ἔνι ὅλιˬου βάγρα (αὐτὸ τὸ παιδὶ εἰναι ὅλο βάγρα). Συνών. κλάψα, μουρμούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA