βαδών-νω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαδών-νω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαδών-νω Κύπρ. βαών-νω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Κλείω: Βαδών-νω τὴν πόρταν. Νὰ βαωθοῦν οἱ πόρτες. Ἡ πόρτα σήμ-μερον ἦτουν βαωμένη τ’ ᾿ὲν ἄν-νοιξεν καθόλου. || ᾎσμ. Ἄν-νοιξε, γέρημη καρἕα, μὲν εἶσαι βαωμένη, τραούδησε τοὺς φίλους μας ὡσπού ᾽ναι συναμένοι. Μετοχ. = ἐγκεκλεισμένος: Ἧτουν ἔσ-σω βαωμένος τ’ ἐτοιμᾶτουν. Καὶ ἀμτβ. κλείομαι: Ἑβάωσεν ἡ πόρτα. ’Αν-νοίουν οἱ πόρτες ταὶ πάλε βαών-νουν μανιές τους. Συνών. κλείνω. 2) Ἀποκλείω: Ἅμα τ’ εἶδεν μας, ἐβάωσέν μας ἔξω. 3) Ἀμτβ. ἐγκλείομαι κἄπου στενῶς, ἐνσφηνοῦμαι: Ἐπῆα νὰ πατήσω νὰ ρέξω τσ᾽ εἶσεν πέτραν ᾿ποτσεῖ τσαὶ ’ποδἁ τ’ ἐμπέην τὸ πόδιν μου μέσα τ’ ἐβάωσεν τ’ ᾿ὲν ἔβκαινεν. Ἡ φοράδα ἔβαλεν τὴν τεφαλήν της μέσ’ ᾽ς τὴν διχάλωσιν τοῦ δεντροῦ τ’ ἐβάωσεν μέσα τ’ ἐψόφησεν. Ηὗρα τὸν βοῦν μου μέσα σὲ μιὰν στενοκοπκιὰν βαωμένον ταὶ ψοφισμένον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/