γαλατένιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλατένιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλατένιˬος ἐπίθ. σύνηθ. γαλατένιους βόρ. ἰδιώμ. Οὐδ. γαλατένεν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ, Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ένιˬος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ γάλακτος συνιστάμενος, ἐπὶ τροφῶν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Φαεῖν γαλατένεν. 2) Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ γάλακτος, λευκὸς σύνηθ.: Γαλατένιˬο δέρμα - πρόσωπο κττ. Γαλατένιˬα σάρκα. Γαλατένιˬα μπράτσα - χέριˬα κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/