γιγαντόσωμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιγαντόσωμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιγαντόσωμος ἐπίθ., λογ σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίγαντας καὶ σῶμα.
Σημασιολογία
Γιγαντόκορμος, τὸ ὁπ. βλ.: Πηδήσανε μέσα ’ς τὸ χτῆμα τσαὶ bροστά τους ἀdικρύσανε ἕνα γιγαdόσωμο δράκο μὲ τὴ γυναῖκα του νὰ θερίζουνε (ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ὁ ἄλλος, ἄρχοντας τῆς Μάνης, κιˬ αὐτὸς πλούσιος, γιγαντόσωμος, λεβέντης κιˬ ὄμορφος πολὺ Γ. Ξενόπ., Ἰσαβέλλ., 26.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA