ἀρχοντομαθαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντομαθαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχοντομαθαίνω Λεξ. Δημητρ. Μετοχ ἀρχοντομαθημένος σύνηθ. ἀρχουντουμαθ’μένους βόρ. ἰδιώμ. ἀρχοdομαθημένος πολλαχ. πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρκοντομαθημένος Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ ἄρχοντας καὶ τοῦ ρ. μαθαίνω.

Σημασιολογία

Τυγχάνω ἀρχοντικῆς ἀνατροφῆς, ἀνατρέφομαι ὡς εὐγενής, ὡς πλούσιος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀρχοντόμαθε καὶ δὲ μπορεῖ νὰ φάῃ ὅ,τι νά ’ναι Λεξ. Δημητρ. Εἶναι άρχοντομαθημένο παιδί. Κόρη άρχοντομαθημένη. Ἔχει τὰ παιδιˬά του ἀρχοντομαθημένα σύνηθ. Συνών. τῆς μετοχ. ἀρχονταναθρεμμένος (ἰδ. ἀρχονταναθρέφω), ἀρχοντοθρεμμένος, ἀρχοντονεˬωμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/