γαλάτη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλάτη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλάτη ἐπίθ. θηλ. Ἤπ. (Τσαμαντ.) Κρήτ. κ.ἀ. γαλάτα Ἤπ. Μακεδ. (Νάουσ.) Πόντ. (Κερασ.) Οὐδ. γαλᾶτο Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Ἦλ. Κόκκιν. Λακων. Παππούλ. Πυλ.) κ.ἀ. γαλᾶτου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βέρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Θηλ. τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γαλᾶτος παρὰ τὸ οὐσ. γάλα καὶ τῆς καταλ. –ᾶτος.

Σημασιολογία

1) Θηλ. καὶ οὐδ. ἐπὶ γαλακτοφόρου ζῴου παράγοντος πολὺ γάλα Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἦλ. Κόκκιν. Λακων. Παππουλ. Πυλ. κ.ἀ.): Παροιμ. Καὶ γαλάτη καὶ μαλλάτη καὶ τ’ ἀρνί της θηλυκὸ (ἐπὶ ἀπαιτήσεως ὑπερβολικῆς καὶ δυσαναλόγου πρὸς τὸ προσφερόμενον ἀντάλλαγμα) Τσαμαντ. Θέλει γαλάταν καὶ μαλλάταν καὶ τ’ ἀρνί της θηλυκὸ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Καὶ γαλᾶτα καὶ μαλλᾶτα καὶ ἀρσενικὰ τ᾿ ἀρνιˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λακων. Κὶ γαλᾶτα κὶ μαλλᾶτα κὶ θη’κὰ τ’ ἀρνιˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. 2) Θηλ., ἡ ἔχουσα τὸ χρῶμα τοῦ γάλακτος, γαλακτόχρους, λευκὴ Κρήτ.: ᾎσμ. Γάμμα, γαλάτη καὶ ξαθὴ κιˬ ἀγάπη μου μεγάλη, ἄνοιξε τ᾿ ἀγκαλάκιˬα σου καὶ μέσα νὰ μὲ βάλῃς. 3) Θηλ. εἶδος λευκοῦ πτηνοῦ ὁμοίου πρὸς τὸν ἀετὸν Πόντ. (Κερασ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γαλάτα καὶ ὡς τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/