γιδαρε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδαρε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιδαρε͜ιὸ τό, Κρήτ. (Ἁχεντρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρε͜ιὸ Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,85.

Σημασιολογία

Ποίμνιον ἐκ πολλῶν αἰγῶν: Εἶχαν ἕνα γιδαρε͜ιὸ ποὺ κραθει’ ἁπὸ-παὲ νὰ φτάξῃ τὸ γιˬαλὸ (ἀπεδῶ μέχρι τῆν θάλασ- σαν) Ἀχεντρ. Συνών. γιδᾶτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/