γιδάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιδάρι τό, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Κοντογόν. Μάλ. Μεσσῆν. Μύρ. Τριφυλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρι, περὶ τῆς ὁποίας βλ. Γ. Χατζισδ., Γλωσολ. Μελέτ. 1,218 ἑξ. S. Psaltes, Grammat. byzant. Chron., 279 καὶ Π. Φουρίκ. εἰς Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923), 421.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρὰ αἴξ ἐνιαχ. 2) Ἡ ἀσθένεια φῦμα τῶν αἰγῶν Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Μαργέλ.) Συνών. γιδόπονος. 3) Τὸ φυτὸν Ἰάσμινον τὸ θαμνῶδες (Iasmunum fruticosum), τῆς οἰκογ. τῶν Ἐλαιιδῶν (Oleaceae) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Μεσσῆν. Τριφυλ. κ.ἀ.): Τὸ γιδάρι τὸ βάνουνε ᾿ς τὸ γιδόπονο (εἰς τὸν ψευδάνθρακα ποὺ προσβάλλει ἄτομα ποὺ ἔφαγαν κρέας αἰγὸς ἀσθενοῦς ἀπὸ ἄνθρακα) Γαργαλ. Μάλ. Συνών. ἀγριοτρίφυλλο, δροσοκλάρι, κατσικοκλάρι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιδάρι Πελοπν (Μύρ.) 4) Τὸ φυτὸν κληματὶς ἡ λευκάμπελος (Clematis vitalba), τῆς οἰκογ. τῶν Βατραχιιδῶν (Ranunculaceae) Πελοπν. (Κοντογόν. Τριφυλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA