βαζgεστανίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαζgεστανίζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαζgεστανίζομαι, βαργεστανίζομαι Εὔβ. (Ὄρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφύρ. τῶν ρ. βαζγεστίζω καὶ βασανίζομαι.

Σημασιολογία

Ἀπαυδῶ: Βαργεστανίστηκα, δὲν ἀντέχου πλεˬὰ ἄλλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/