βαζgεστίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαζgεστίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαζgεστίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μεγίστ. Προπ. (Πάνορμ.) κ.ἀ. βαζgιστίζου (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. βατζgιστίζου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. βαζγεστίζω Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Κρήτ. Μεγίστ. βαζικιστί-ζω Χίος βαζγιαστίζου Ἴμβρ. Σαμοθρ. βαζgεστίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βαgεστίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. βαγεστίζω Κρήτ. gεστίζω Πελοπν. βαργεστίζω ᾿Αθῆν. Ἄνδρ. Νάξ. Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) Σέριφ. βαργιαστίζω Εὔβ. βαργεστίντζω Σίφν. βαρεστίζω Σέριφ. Τῆν. βαρgιστίζου Ἤπ. βαργιστίζω Νάξ. βαριστίζω Θήρ. βαρυκιστίζ-ζω Χίος (Καρδάμ.) βαζγεστῶ Κρήτ. Μεγίστ. βαζgιστῶ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Χίος (Χαλκ.) βαgεστῶ Κρήτ. βαγεστῶ Κρήτ. βαρgεστάω Μέγαρ. βαργεστῶ Ἀθῆν. Ἀμοργ. Ἀνδρ. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Κορινθ. Μάν.) Ρόδ. Στερελλ. κ.ἀ. βαργεστάω Ἀθῆν. Πάρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἀνδροῦσ. Καλάβρυτ. Κυνουρ. Μάν.) βαργεστάου Εὔβ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) βαργεστοῦ Σκῦρ. βαργιστῶ Χίος βαργιστάου Εὔβ. Ἤπ. Στερελλ. βαρκιοτάου Στερελλ. βαριστῶ Θήρ. βαρυκιστῶ Χίος (Καρδάμ.) βαρυγγιστάω Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Χίος gεστάω Πελοπν. Μέσ. Βαρκεστίζουμαι Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ περιφραστικοῦ Τουρκ ρ. vaz geçmek. Οἱ συγκεκομμένοι τύπ. gεστίζω καὶ gεστάω ἐγεννήθησαν ἀφαιρεθέντος τοῦ βαρ ὡσεὶ ἦτο λείψανον τοῦ βαρύ. 'Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,171. Τὸ ρ τοῦ βαργεστίζω καὶ βαργεστῶ κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. βαρε͜ιέμαι. ᾿Ιδ ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 6 (1894)143. Τὸ βαρυκιστῶ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ βαρύς.
Σημασιολογία
1) Παραιτοῦμαί τινος, ἀπομακρύνομαί τινος Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.): 'Εβαρυκίστισεν πεὰ ὀ ἄνθρωπος Καρδάμ. β) Ἀφίνω, ἐγκαταλείπω τινὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Κρήτ. κ.ἀ.: Βαζgέτισέ με Κρήτ. Βαgέστα τον αὐτόθ. γ) Παραβλέπω Κρήτ. 2) Ἀποκάμνω, ἀπαυδῶ ἔνθ’ ἀν.: Βαργέστισα πεὰ Ἀθῆν. Πελοπν. (Κορινθ.) Βαργέστισα ἀπὸ δαῦτον αὐτόθ. Βαργέστισα ἀπὸ τούτη τὴ δουλε͜ιὰ αὐτόθ. Βαργεστοῦ μὲ τὴ γρίνιˬα τ᾽ Σκῦρ. || ᾎσμ. Οἱ Σφακιανοὶ δὲ βαγεστοῦ νὰ κάνουσι γιˬουρούσιˬα Κρήτ. Συνών. ἀποκάμνω Α1. 3) Δυσφορῶ, δυσανασχετῶ Εὔβ. Θήρ. Μέγαρ. 4) Ἀπελπίζομαι Θρᾴκ. (Καλλίπ. Σαρεκκλ.) Νάξ. Χίος (Καρδάμ. Χαλκ. κ.ἀ.): Βαζgέστισα πεὰ ᾽πὲ σένα Σαρεκκλ. || ᾎσμ. Βαζγεστιμένη σὲ θωρῶ, κάμω νὰ σὲ ρωτήσω, ἂν εἶν᾿ ἀπὸ τὸν ἔρωτα, νὰ σὲ παρηγορήσω Καλλίπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA