γαλατόπετρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατόπετρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλατόπετρα ἡ, Ἄνδρ. Κάρπ. Κῶς Σκῦρ. κ.ἀ. γαλατσόπετρα Κυκλ. Χίος ᾿αλατόπετρα Νάξ. (᾿Απύρανθ.) γαλαχτόπετρα Κεφαλλ. γαλόπετρα Θήρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ πέτρα. Διὰ τὸ γαλαχτόπετρα ἰδ. γαλατερὸς-γαλαχτερός. Τὸ γαλόπετρα κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν ὀνομαστικήν.
Σημασιολογία
1) Εἶδος λίθου λευκοῦ ἢ ἄλλου μὲν χρώματος, ἔχοντος δὲ φλέβας λευκάς, τὸν ὁποῖον συνήθως ἀναρτοῦν ἐκ τοῦ λαιμοῦ τῆς ἀρτιτόκου γυναικὸς διὰ νὰ κατεβάσῃ πολὺ γάλα Ἄνδρ. Θήρ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κυκλ. Κῶς Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Σκῦρ. Χίος κ.ἀ. Συνών. γαλατοῦσα. Πβ. γαλατόχαντρα. 2) Εἶδος χάνδρας χρώματος κυανοῦ ὑπολεύκου χρησιμοποιουμένου ὡς περιάπτου κατὰ τῆς βασκανίας ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA