γιδερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιδερὸς ἐπίθ. Ἤπ. (Μαργαρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν.) γιδιρὸς Μακεδ. (Καστορ.) οὐδ. γιδερὸ Ἀθῆν (Εὔβ. (ὌΡ κ.ἀ.) Ἤπ. (Μαργαρ. Πωγών. κ.ἀ.) Πελοπν. (Δίβρ. Καλάβρυτ. Καρδαμ. Κλειτορ. Λεβέτσ. Λεχαιν. Μαζαίικ. Μάν. Μεσσῆν. Ξῆροκ.) γιδιρὸ Εὔβ. (Λιχὰς κ.ἀ.) Ἤπ. (Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Σπάρτ. Τριχων. κ.ἀ.) γιδ’ρὸ Ἤπ. (Ἄγναντ. Καταρρ. Πλάκ. Πράμαντ.) -Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα 2,146 - Λεξ. Βλαστ. 288.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἐπιθετικ., ὁ ἐξ αἰγὸς προερχόμενος Ἤπ. (Μαργαρ.) Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν.) Μακεδ. (Καστορ): Τὰ σαΐσματα εἶνι γιδιρά, τἀ ’λίμιˬα ἀποὺ πρόβατου (γιδιρὰ = ἐκ τριχῶν αἰγὸς) Καστορ. Τομάρι γιδερὸ Μαργαρ. Γιδερὸ μαλλὶ Καρδαμ. Γιδερὰ στρούματα Μάν. Συνών βλ. εἰς λ. γιδήσιˬος. 2) Οὐσ., πᾶν ζῷον μέγα ἢ μικρόν, ἄρρεν ἣ θῆλυ, ἀνῆκον εἰς τὸ γένος τῆς αἰγὸς Ἀθῆν. Εὔβ. (Λιχὰς ὌΡ) Ἤπ. (Ἄγναντ. Καταρρ. Κουκούλ. Πλάκ. Πλατανοῦσ. Πράμαντ. Πωγών. κ.ἀ.) Πελοπν. (Δίβρ. Καλάβρυτ. Λεβέτσ. Κλειτορ. Μαζαίικ. Μάν. Μεσσην. Ξηροκ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Σπάρτ. Τριχων. κ.ἀ.) - Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τί μασᾷς οὕλ’ τὴ μέρα σὰ νά ’σι κάνα γιδιρο; Λιχὰς Τὰ γιδερὰ θέλουνε καὶ νὰ τὰ νυχτοσκαρίζῃς πότε-πότε Ξηροκ. Ἔχω καμμιˬὰ δεκαριˬὰ γιδερὰ Δίβρ. Ἔχουμι λίγα γιδιρὰ κὶ τ᾿ ἀρμέ’με Σπάρτ. Πολὺ γιδερὸ ἔχ᾽ αὐτὸς ὁ τόπος Πωγών. Ἔ’ οὕλου γιδ’ρά, δὲν ἔ’ πρότα (= πρόβατα) Καταρρ. ’Σ τοὺ χουριὸ αὐτὸ ἔχουν περ’σσότιρα γιδιρὰ Κουκούλ. Τὰ γιδιρὰ εἶνι τώρα ’ς τ᾿ν ἰπουχή τ᾿ς Ἀχυρ. Ἔχουν ἀρρώστιˬα τἀ γιδερὰ Μαζαίικ. Τὰ γιδερὰ τὰ φέρνουν δεμένα τό ’να μὲ τ’ ἄλλο, γιˬὰ νὰ μὴ σκροπίσουνε Κλειτορ. || ᾎσμ. Πέρα μέσ᾿ ’ς τὸν Ὄλυμπο | βόσκουν χίλιˬα πρόβατα κιˬ ἄλλα τόσα γιδερὰ Πωγών. Συνών. γιτσικά. Πβ. προβατερός. 3) Γιδιˬὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., Εὔβ. (ὌΡ κ.ἀ.) Πελοπν. (Μεσσην.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ἀρνιˬακὸς Β1. Β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ βλάξ, ὁ ἀγροῖκος Πελοπν. (Λεχαιν.): Εἶναι γιδερά, παιδί μου!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/