ἀρχοντοπεθερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντοπεθερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρχοντοπεθερὸς ὁ, Ἰων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Κυνουρ.) ἀρχοντοπεθ-θεός Λυκ. (Μάκρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄρχοντας καὶ πεθερός.

Σημασιολογία

Ὀ εὐγενής, ὁ πλούσιος πενθερὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. ᾿Εδῶ, νύφη, ποῦ σ’ ἔφερα ’ς τ’ ἀρχοντοπεθεροῦ σου σὰν κυπαρίσσι νὰ σταθῇς, σὰν δέντρος νὰ ριζώσῃς καὶ σὰ μηλεˬά, γλυκομηλεˬά, ν᾿ ἀνθίσῃς νὰ γιˬομώσῃς Κυνουρ. Πῆραν μαννάδες μὲ παιδιˬά, γυναῖκες μὲ τοὺς ἄντρες καἰ μιˬὰν άρχοντοπεθερὰ μὲ τοις ἑφτὰ νυφάδες Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/