ἀρχοντοπερισσεμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντοπερισσεμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρχοντοπερισσεμένος ἐπίθ. ’Ιων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄρχοντας καὶ τοῦ περισσεμένος μετοχ τοῦ ρ. περισσεύω.
Σημασιολογία
Σκωπτικὴ προσωνυμία τοῦ πτωχοῦ ὅστις χάριν ἐπιδείξεως ρίπτει ὡς περιττὰ πράγματα χρήσιμα εἰς αὐτόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA