γιδίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιδίλα ἡ, ἐνιαχ. ’δίλα Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίλα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ ΜΝΕ 2, 247 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἡ ὀσμὴ αἰγὸς ἔνθ’ ἀν.: Κάπους μυρίζ’ ’δίλα αὐτὸ τοὺ σπίτ’, γιˬατὶ ἔχουν τοὺ ’δουμάντρ’ δίπλα σ’ αὐτὸ Κουκούλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA