βάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βάζω (Ι) Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἄνδρ. Δαρδαν. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀλμ. Λούπιδ. Μάλγαρ. Σαρεκκλ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Λευκ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μέγαρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασαρ. Καλάβρυτ. Λάστ. Ὁλυμπ. Σουδεν. κ.ἀ.) Πόντ. (Σινώπ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. βάζζω Ρόδ. κ.ἀ. βάζου Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Β. Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάδυτ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Δράμ. Καστορ. Καταφύγ. Κοζ. Πάγγ. Σιάτ. Σισάν. Χαλκιδ.) Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Δωρ. Εὐρυταν. Λεπεν.) κ.ἀ. βάσ-σω Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. βάσ-σου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. ᾿Οξύλιθ.) bάζω Κρήτ. (καὶ βάζω) δάζω Κύπρ. (καὶ βάζω) σβάζω Μακεδ. (Θεσσαλον.) βοῦ Τσακων.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ὄχι ἐκ τοῦ ἀρχ. παρ᾿ ᾽Ομήρῳ βάζω=λέγω, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ παρ᾽ Ἡσυχ. βαβάζω κατ᾽ άνομοίωσιν ἀφαιρεθέντος τοῦ πρώτου βα. Πβ. «βαβάζειν˙ τὸ <μὴ> διηρθρωμένα λέγειν, ἔνιοι δὲ βοᾶν». Περὶ τῆς ἐκ τοῦ βαβάζειν ἐτυμολογίας ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 12 (1915/6) 22. Πβ. καὶ ΚΟἰκονόμ. β 5. Δοκίμ. 2,42. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σκλάβῳ Συμφορ. Κρήτης (1508) στ. 39 (ἔκδ. GWagner σ. 54) «ὡσὰν τὸ ᾽ρίφι ὅντε πιαστῇ καὶ δρηνιστῇ καὶ βάξῃ». Τὸ bάζω ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ μπάζω. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 7 (1910/11) 31. Διὰ τὸ δάζω ἰδ. Β 6. Περὶ τοῦ Τσακωνικοῦ βοῦ ἰδ. Λεξ. ΜΔέφνερ. 76.
Σημασιολογία
1) Κραυγάζω, φωνάζω, φωνασκῶ Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν. Ἀλμ. Σαρεκκλ.) Κρήτ. Κύπρ. Λευκ. Μακεδ. (Σισάν.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Πελοπν. (Βασαρ. Σουδεν. κ.ἀ.) Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Βάζουν τὰ παιδιˬὰ Πελοπν. Βάζει σὰν τὸ σκυλλὶ αὐτόθ. Πῶς μπορεῖς κιˬ ἀκούς ποῦ ὅλοι βάζουν; αὐτόθ. Τὸ παιδὶ ὅλο καὶ βάζ-ζει, σωπασμὸ δὲν ἔχει Ρόδ. Μὴ βάζῃς! Κρήτ. Σκούξτι, βάξτι, βρὲ πιδιˬά. Ἤπ. Σκούζ’ βάζ’ ἡ κουρασίδα Σισάν. Εἶντά ’σεις τσαὶ κλαίς τσαὶ δάζεις; Κύπρ. β) Κλαίω, ὀδύρομαι Κρήτ. Μακεδ. (Σισάν). Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων. κ.ἀ. Τὸ παιδὶ ὅλο καὶ βάζζει Ρόδ. Δὲν ἀραμάτζε ἄνθρωπο ὸπὴ νὰ μὴν ἐβάτσε (δὲν ἔμεινεν ἄνδρωπος ὁποὺ νὰ μὴν ἔκλαυσε) Τσακων. Ἁ γρία ἐπέτζε βοῦα (ἡ γρα͜ιὰ εἶπε κλαίοντας) αὐτόθ. γ) Κλαίω καθ’ ὑπερβολὴν μέχρι ἀποπνιγμοῦ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λάστ. Σουδεν.): Ἔβαξε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὰ κλάηματα Καλάβρυτ. Λάστ. Τ᾿ ἄφηκε τὸ παιδὶ νὰ βάξῃ Σουδεν. 2) Πολυλογῶ, φλυαρῶ Θρᾴκ. (Ἀλμ.) Κρήτ. Μέγαρ. Μεγίστ. Πόντ. (Σινώπ.) Ρόδ. Σαμοθρ. κ.ἀ.: Βάζει ’τσεῖνος ὁλοένα Μέγαρ. Ἂς βάζουνε ὃσο θέλουνε Σινώπ. Τί ἔχεις καὶ βάζ-ζεις; Ρόδ. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ bάζει ἡ γλῶσσα του Κρήτ. β) Γογγύζω κατά τινος, μέμφομαι, καταβοῶ τινος Κρήτ.: Οὕλη μέρα βάζει Κρήτ. γ) Κακολογῶ, ὑβρίζω τινὰ Μεγίστ. Σύμ.: Ἔφηκά τον καὶ βάσ-σει Σύμ. Συνών. βρίζω. δ) Λέγω Μακεδ. (Πάγγ.): Βάζ’ν ποῦς ἔρχιτι οὑ δεῖνα. 3) Ὑλακτῶ Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.: Νὰ βάσ-σῃς! (ἀρὰ) Σύμ. || Παροιμ. Ὁ σκύλ-λος ἐκεῖ ποῦ τρώγει ἐκεῖ βασσει (ἐπὶ τοῦ ὑποστηρίζοντος διὰ λόγων ἢ καὶ ἔργων τὸν εὐεργέτην του) Ρόδ. Ὁ σκύλλος ποῦ βάζει δὲ βακᾷ (δαγκάνει) Κάρπ. || ᾎσμ. Ἀποὺ τὴν πόρτα σου περνῶ τσαὶ βάσ-σει τὸ σκυλ-λί σου Μεγίστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαβίζω 1. 4) Παράγω ἦχον, βοὴν κττ. ἠχῶ Ἄνδρ. Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Δαρδαν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) Ἤπ. Θεσσ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Λούπιδ. Μάδυτ. Μάλγαρ. Κεσάν. Σαρεκκλ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Δεσπότ. Δράμ. Θεσσαλον. Καταφύγ. Καστορ. Κοζ. Πάγγ. Σιάτ. Σισάν. Χαλκιδ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. ᾽Ολυμπ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Δωρ. Εὐρυταν. Λεπεν.) κ.ἀ.: Βάζει ὁ ἀέρας - σ' μύλος - ἡ θάλασσα - ἡ καμπάνα - τὸ βουνὸ - τὸ δέντρο - τὸ κουδούνι - τὸ νερὸ - τὸ ποτάμι κττ. πολλαχ. || Παροιμ. φρ. Βάζ’ οὑ μύλους (ἐπὶ κωφοῦ ἢ τοῦ ὑποκρινομένου ὅτι δῆθεν δὲν ἀκούει) Θεσσ. Σιατ. || ᾎσμ. Ἀκούου τὰ πεῦκα πῶς βρουντοῦν κὶ τοὶς οὐξυˬὲς πῶς βάζουν Δεσπότ. Σιάτ. Ἀκούς τὰ πεῦκα πῶς κρουτοῦν κὶ τοὶς οὐξυˬὲς πῶς βάζουν; Θεσσ. Σὰν τοὺ μιλίσσ᾿ νὰ πιρπατοῦν, σὰν τοὺ μιλίσσ᾽ νὰ βάζουν κὶ σὰν τοὺ ζιρβουμέλισσου νὰ βάζουν τὰ κουδούνια Μακεδ. Ἄφ’σε τὸ μύλο κˬ ἂς λαλῇ καὶ τὸ νερὸ ἂς βάζῃ κιˬ ἀγάπα τὴν ἀγάπη σου κιˬ ὁ κόσμος ἂς φωνάζῃ Σαμοθρ. β) Κροτῶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Καστορ. Σισάν. Χαλκιδ.) κ.ἀ. Ἔβαξε τὸ φουρνέλλο Κονίστρ. Βάζ’ τοὺ τουφέ᾽ Σισάν. Οὑ ὄφιους θὰ βάξ’ σὰν κανό’ κι᾽ θὰ φύ’ (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Καὶ ἀπροσ. κροτεῖ ἰσχυρῶς Εὔβ. (Κύμ.): Τοῦ ἔδωτσε μία ᾿ς τὸ μάγουλο μὲ τὸ χέρι ποῦ ἔβαξε. γ) Βοῶ, ἐπὶ τόπου ἐν τῷ ὁποίῳ γεννᾶται ἦχος, βοή, θόρυβος κττ. Β. Εὔβ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάλγαρ. Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. κ.ἀ.: Ἔβαξεν ὁ κόσμος Πελοπν. Ἔβαξι οὑ τόπους - τοὺ σπίτ᾽- τοὺ χουριˬὸ κττ. Αἶν. Β.Εὔβ. Κοζ. Ἔβαξεν ἡ αὐλὴ Σαρεκκλ. Ὅντα ψά’ παππᾶς, βάζ᾿ ἡ ᾿κλησιˬὰ Μάλγαρ. Συνών. βαζωκοπῶ, βουΐζω δ) Βομβῶ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Σαρεκκλ.) Κύπρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) κ.ἀ.: Βάζουν τ᾽ ἀφκιˬά μου Κύπρ. Ἔβαξαν τ᾿ ἀφτιˬά μ᾿ ἀπ᾽ τοὶς φουνὲς Αἶν. Βάζ’ τοὺ διξὶ ἀφτὶ Ἀδριανούπ. || Φρ. Βάζουν τ’άφτιˬά μ᾿ (κἄπο͜ιος μὲ κακομελετᾷ) Ἀρτοτ. 5) Πληροῦμαι, γεμίζω, ἐπὶ τόπου πληρουμένου ἐξ ἀνθρώπων, ζῴων κττ. (ἡ σημ. ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς βοῆς τῆς γινομένης εἰς τόπον τινὰ) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) 6) Ἀποθνήσκω, ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Βλάστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA