ἀρχοντοπούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντοπούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρχοντοπούλλα ἡ, κοιν. ἀρχοdοπούλλα πολλαχ. ἀρχουντουπούλλα βόρ. ἰδιώμ. ἀρχουdουπούλλα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρκοντοπούλ-λα Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. ἀρκοdοπούλλα Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀρχοντοπούα Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρχοντοπούλλα.

Σημασιολογία

Κόρη εὐγενοῦς, πλουσίου ἔνθ’ ἀν. || Ἄσμ. Κόρη μου, μὴν τὸ φλίεσαι πῶς εἶσ’ ὀρφανοπούλ-λα τσ’ ἐμεῖς θὰ σὲ βλοήσουμεν ὡσὰν ἀρκοντοπούλ-λαν (φλίεσαι = θλίβεσαι) Μεγιστ. Πορεῖαι καθαρίσθητε, καδία φουντουθῆτε γιˬὰ νὰ περάῃ ὁ νεˬόγαμπρε μὲ τὴν ἀρχοντοπούα (δρόμοι καθαρισθῆτε, κλαδιὰ φουντωθῆτε γιὰ νὰ περάσῃ ὁ νεˬόγαμβρος μὲ τὴν ἀρχοντοπούλλα) Τσακων. – Ποίημ. Εἶσ’ ὄμορφη, ξενούλλα μου, σὰν τοῦ Μαιˬοῦ τὰ ρόδα κ᾽ εὐγενικὴ καὶ φρόνιμη καὶ πλούσια ἀρχοντοπούλλα ΙΠολέμ. Ἀλάβαστρ. 175. Ἀρχονιοπούλλα μας χρυσῆ, χαρὰ ᾿ς τὸ παλληκάρι, χαρὰ ᾿ς τὸ βασιλόπουλλο ποῦ θά ᾿ρθῃ νὰ σὲ πάρῃ Γ Αθάν. ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 11. Ἡ λ. εὔχρηστος καὶ ὡς προσηγορία φιλοφρονητικὴ ἢ κολακευτική : ᾿Ελέησέ με, ἀρχοντοπούλλα μου! Ὡς κύριον ὄν. Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/